στεναχωριέμαι

στεναχωριέμαι
στεναχωριέμαι
1
στεναχωρήθηκα, στεναχωρημένος βλ. πίν. 59
2
στεναχωρέθηκα, στεναχωρεμένος βλ. πίν. 63 και πρβλ. στενοχωρούμαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οχθώ — ὀχθῶ, έω (Α) (επικ. τ.) δυσαρεστούμαι, στενοχωριέμαι, δοκιμάζω ψυχικό βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι θεωρούσαν το ρ. ὀχθῶ παρ. τού ουσ. ὄχθος / ὄχθη «λόφος, ύψωμα» (πρβλ. και τού Ησύχ. ὀχθᾶσθαι ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς… …   Dictionary of Greek

  • στενοχωρώ — στενοχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν [στενόχωρος / στενάχωρος] 1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, τού προξενώ στενοχώρια, τόν πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη… …   Dictionary of Greek

  • υπερασχάλλω — Α λυπούμαι πάρα πολύ, στενοχωριέμαι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀσχάλλω «λυπάμαι, στεναχωριέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • στενοχωριέμαι — στενοχωριέμαι, στενοχωρήθηκα, στενοχωρημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. στεναχωριέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”