- στεναχωριέμαι
- στεναχωριέμαι1στεναχωρήθηκα, στεναχωρημένος βλ. πίν. 592στεναχωρέθηκα, στεναχωρεμένος βλ. πίν. 63
και πρβλ. στενοχωρούμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
οχθώ — ὀχθῶ, έω (Α) (επικ. τ.) δυσαρεστούμαι, στενοχωριέμαι, δοκιμάζω ψυχικό βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι θεωρούσαν το ρ. ὀχθῶ παρ. τού ουσ. ὄχθος / ὄχθη «λόφος, ύψωμα» (πρβλ. και τού Ησύχ. ὀχθᾶσθαι ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς… … Dictionary of Greek
στενοχωρώ — στενοχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν [στενόχωρος / στενάχωρος] 1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, τού προξενώ στενοχώρια, τόν πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη… … Dictionary of Greek
υπερασχάλλω — Α λυπούμαι πάρα πολύ, στενοχωριέμαι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀσχάλλω «λυπάμαι, στεναχωριέμαι»] … Dictionary of Greek
στενοχωριέμαι — στενοχωριέμαι, στενοχωρήθηκα, στενοχωρημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. στεναχωριέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής